- βιδώνω
- -ωσα, -ώθηκα, βιδωμένος1. περιστρέφοντας μπήγω τη βίδα, για να στερεώσω, να ενώσω, να συναρμολογήσω: Στο παιδικό δωμάτιο, τα έπιπλα είναι βιδωμένα στον τοίχο.2. μτφ., εμποδίζω, εξουδετερώνω: Βιδώθηκε από τον αντίπαλό του και δεν μπόρεσε να κινηθεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.